- ἄ-φυλλος
ἄ-φυλλος (φύλλον), ohne Blätter, σχίζαι, trockne, Il. 2, 425; λιχήν Aesch. Eum. 754. 781; στόματος ἀφύλλου λίται, Bitten ohne den Oelzweig, den sonst Hülfeflehende in den Händen halten, Eur. Or. 377.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-φυλλος (φύλλον), ohne Blätter, σχίζαι, trockne, Il. 2, 425; λιχήν Aesch. Eum. 754. 781; στόματος ἀφύλλου λίται, Bitten ohne den Oelzweig, den sonst Hülfeflehende in den Händen halten, Eur. Or. 377.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημερόφυλλος — ἡμερόφυλλος, ον (Α) ήμερος («ἡμερόφυλλος ἐλαία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πλατύ φυλλος, πυκνό φυλλος] … Dictionary of Greek
ιτεόφυλλος — ἰτεόφυλλος, ον (Α) επιγρ. στολισμένος με απομιμήσεις φύλλων ιτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰτέα + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ακανθό φυλλος, ριζό φυλλος] … Dictionary of Greek
καλόφυλλος — καλόφυλλος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. λευκό φυλλος, μεγαλό φυλλος] … Dictionary of Greek
κινησίφυλλος — κινησίφυλλος, ον (ΑΜ) αυτός που κινεί τα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι < κινῶ) + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιό φυλλος, ερί φυλλος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
κλαδόφυλλος — η, ο (Μ κλαδόφυλλος, ον) νεοελλ. (για φυτά) αυτός που έχει σε ενιαίο στέλεχος φύλλα αντί για κλαδιά μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κλαδόφυλλον κλαδιά και φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + φύλλος (< φύλλο), πρβλ. ακανθό φυλλος, πλατύ φυλλος] … Dictionary of Greek
κοιλόφυλλος — κοιλόφυλλος, ον (Α) αυτός που έχει κοίλα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + φυλλος (< φύλλο), πρβλ. πλατύ φυλλος, πυκνό φυλλος] … Dictionary of Greek
λειόφυλλος — η, ο (Α λειόφυλλος, ον) αυτός που έχει λεία φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ά φυλλος, επτά φυλλος] … Dictionary of Greek
νηριτόφυλλος — νηριτόφυλλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολύφυλλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νήριτος «αναρίθμητος» + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. λευκό φυλλος, μεγαλό φυλλος] … Dictionary of Greek
χιλιόφυλλος — ο, ΝΑ, και χιλιόφυλλο, το, Ν 1. το φυτό αχίλλεια 2. το φυτό πολύγονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ἑπτά φυλλος, πεντά φυλλος] … Dictionary of Greek
μικρόφυλλος — η, ο (Α μικρόφυλλος και σμικρόφυλλος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόφυλλο (θοτ.) πολύ μικρό φύλλο με μια μόνο νεύρωση, το οποίο είναι χαρακτηριστικό πολλών κατώτερων φυτών, όπως λ.χ. τών λυκοποδίων και τών βρυοφύτων αρχ. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
οξύφυλλος — η, ο (ΑΜ ὀξύφυλλος, ον) αυτός που έχει φύλλα με μυτερά άκρα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύφυλλον το φυτό τριφύλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. λεπτό φυλλος] … Dictionary of Greek