περι-ξηραίνω

περι-ξηραίνω

περι-ξηραίνω, ringsherum trocknen, pass. intr., Arist. gen. an. 3, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιξηραινομένου — περί ξηραίνω parch pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιξηρανθέντος — περί ξηραίνω parch aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… …   Dictionary of Greek

  • περιφρύγω — και περιφρύσσω ΜΑ καταξηραίνω, ξηραίνω από όλες τις μεριές, ξηραίνω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρύγω «ψήνω, καίω»] …   Dictionary of Greek

  • περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… …   Dictionary of Greek

  • περισκέλλω — Α 1. καταξη ραίνω κάτι ολόγυρα, στεγνώνω 2. (η μτχ. παρακμ.) περιεσκληκώς, υῑα, ός καταξηραμένος ολόγυρα, κατάξερος, στεγνός, ισχνός («περιεσκληκότος τοῡ δέρματος», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκέλλω «ξηραίνω, στεγνώνω»] …   Dictionary of Greek

  • σημασία — η, ΝΜΑ αυτό που σημαίνει μια λέξη, φράση, πράξη ή ενέργεια, το νόημά της, το περιεχόμενό της (α. «η σημασία τής λέξης σημάντωρ» β. «δεν κατάλαβα τη σημασία τής τελευταίας του φράσης» γ. «αἱ πράξεις ἤθους σημασία ἐστίν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”