ἄτρακτος

ἄτρακτος

ἄτρακτος, (Plut. qu. Rom. 31 steht ἠλακάτην καὶ τὴν ἄτρακτον schwerlich richtig; de S. N. V. 22 steht οἱ ἄτρακτοι), 1) die Spindel, Her. 5, 12; Plat. Polit. 281 e u. Folgde; πολυλινής Archi. 11 (VI, 39); Ἀνάγκης Plat. Rep. X, 616 c; übh. worum sich etwas dreht. – 2) Pfeil, von der ähnlichen Gestalt, Aesch. frg. 116; Soph. Phil. 290 Tr. 711; ἀτράκτων τοξόται Eur. Rhes. 312; auch in Prosa; Thuc. 4, 40 steht aber bei τὸν ἄτρακτονλέγων τὸν ὀϊστόν, also vielleicht lakon.; vgl. ἠλακάτη. – 3) nach Poll. 1, 91 der oberste Theil der Segelstange.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄτρακτος — spindle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτρακτος — η (Α ἄτρακτος) 1. αδράχτι 2. διάφορα εξαρτήματα σε σχήμα αδραχτιού νεοελλ. το κύριο μέρος του αεροσκάφους (σε σχήμα ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • άτρακτος — η 1. το αδράχτι με το οποίο, παλιότερα, έκλωθαν το νήμα. 2. ο κορμός του αεροπλάνου στον οποίο υπάρχουν οι θέσεις των επιβατών και οι χώροι των αποσκευών. 3. (μαθ.), τμήμα επιφάνειας της σφαίρας που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο μέγιστα ημικύκλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτράκτοις — ἄτρακτος spindle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτράκτοισι — ἄτρακτος spindle masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτράκτου — ἄτρακτος spindle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτράκτους — ἄτρακτος spindle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτράκτων — ἄτρακτος spindle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτράκτῳ — ἄτρακτος spindle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτρακτοι — ἄτρακτος spindle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτρακτον — ἄτρακτος spindle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”