ἄτριον

ἄτριον

ἄτριον, dor. = ἤτριον, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄτριον — neut nom/voc/acc sg ἄ̱τριον , ἤτριον warp neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτριον — Το μεγάλο, κεντρικό δωμάτιο της ρωμαϊκής οικίας, ανάμεσα σε δύο στοές. Φωτισμένο από τετράγωνο άνοιγμα της στέγης, είναι αντίστοιχο προς το ομηρικό μέγαρο. Εκεί υπήρχε ο βωμός των εφεστίων θεών, η εστία, η νυμφική κλίνη. Επίσης, εκεί ζούσε την… …   Dictionary of Greek

  • ἀτρίῳ — ἄτριον neut dat sg ἀ̱τρίῳ , ἤτριον warp neut dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτρια — ἄτριον neut nom/voc/acc pl ἄ̱τρια , ἤτριον warp neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • утрин — полотняный , только русск. цслав. утрьнъ, утринъ βύσσινος (Срезн. III, 1314). Возм., родственно словам, приводимым на усло: лит. audžiu, austi ткать . Ср. особенно др. инд. ōtum, vātavē ткать , греч. ἤτριον, ἄτριον ткань ; см. о близких формах… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Паперть — или внешний притвор (άτριον, atrium, impluvium, pars aperta) непокрытая кровлей площадка перед внутренним притвором, на которой в первые века христианства стояли плачущие (см. Покаяние). В средине П. устраивался бассейн с водой, в котором… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Паперть — Нищие на паперти (Болгария) …   Википедия

  • άτριο — το (AM ἄτριον) αρχιτ. 1. το πρώτο και μεγαλύτερο στεγασμένο τμήμα της αρχαίας ρωμαϊκής κατοικίας όπου οδηγούσαν όλα τα άλλα δωμάτια, ο πρόδομος 2. το αίθριο, τετράγωνη περίστυλη αυλή των εκκλησιών 3. πρόναος ή εξωτερική αυλή των εκκλησιών των… …   Dictionary of Greek

  • ήτριον — ἤτριον και δωρ. τ. ἄτριον, τό (Α) 1. (για την υφαντική) το στημόνι 2. συνεκδ. ύφασμα 3. φρ. «ἤτρια βύβλων» λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρ ιον (πρβλ. ηρ ίον, κηρ ίον). Η λ. απαντά ως β συνθετικό στο συνθ.… …   Dictionary of Greek

  • αίθριο — Χώρος που βρίσκεται μπροστά από τους εσωτερικούς χώρους μιας κατοικίας ή ενός δημόσιου κτιρίου και τους απομονώνει από την είσοδο. Στις ιδιωτικές κατοικίες το α. έχει κυρίως σκοπό να χωρίζει τους υπόλοιπους χώρους μιας οικίας από το ύπαιθρο. Στα… …   Dictionary of Greek

  • ἄτρι' — ἄτρια , ἄτριον neut nom/voc/acc pl ἄ̱τρια , ἤτριον warp neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”