ἄ-σαντος

ἄ-σαντος

ἄ-σαντος, nicht durch Schmeicheleien zu rühren, hartherzig, Aesch. Ch. 416 ϑυμός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Σάντος — (Santos). Πόλη (483.314 κάτ.) της νότιας Βραζιλίας, στο νοτιοανατολικό τμήμα της ομόσπονδης Πολιτείας Σάο Πάουλο. Βρίσκεται σε απόσταση 55 χλμ. προς ΝΑ του Σάο Πάουλο, με το οποίο συνδέεται μέσω πολύ καλών συγκοινωνιακών αρτηριών και της οποίας… …   Dictionary of Greek

  • Θελάγια, Χοσέ Σάντος — (José Santos Zelaya, Μανάγκουα 1853 – Νέα Υόρκη 1919). Νικαραγουανός πολιτικός. Εκπρόσωπος του Φιλελεύθερου Κόμματος, ο Θ. ανέβηκε στην εξουσία με πραξικόπημα το 1893. Γρήγορα ήρθε σε ρήξη με τις ΗΠΑ υιοθετώντας μια πολιτική που έβλαπτε τα… …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • διαπεράσαντος — διαπερά̱σαντος , διαπεράω go over aor part act masc/neut gen sg (attic) διαπερά̱σαντος , διαπεράω go over aor part act masc/neut gen sg (doric aeolic) διαπερά̱σαντος , διαπεράω go over aor part act masc/neut gen sg (attic) διαπερά̱σαντος ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Сантуш, Фернанду — Фернанду Сантуш Общая информация …   Википедия

  • γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …   Dictionary of Greek

  • ὑποδράσαντος — ὑποδρά̱σαντος , ὑποδράω serve aor part act masc/neut gen sg (attic) ὑποδρά̱σαντος , ὑποδράω serve aor part act masc/neut gen sg (doric aeolic) ὑποδρά̱σαντος , ὑποδρώω serve aor part act masc/neut gen sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαλβαδόρ — (Salvador). Πόλη (περ. 2 000 387 κάτ.)της Βραζιλίας, πρωτεύουσα της πολιτείας της Μπαίας. Είναι χτισμένη πάνω σε χερσόνησο (ακρωτήρι Σαν Αντόνιο) στα Α του μεγάλου κόλπου Τόδος ος Σάντος, στην είσοδο του οποίου βρίσκεται το νησί Ιταπαρίκα. Στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”