ἄσιλλα

ἄσιλλα

ἄσιλλα, , das über dem Nacken auf beiden Schultern ruhende Tragholz, die Trage, Simon. bei Arist. rhet. 1, 7 (223 bei Schneidew.); Alciphr. 1, 1. Vgl. ἀναφορεύς. Davon


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άσιλλα — ἄσιλλα, η (Α) ξύλο που το στήριζαν στους ώμους για να μεταφέρουν σακιά, δοχεία κ.λπ. κρεμασμένα από τα δύο άκρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., όχι όμως σημιτικής προελεύσεως, όπως υποστηρίχθηκε] …   Dictionary of Greek

  • ἀσίλλας — ἀσίλλᾱς , ἄσιλλα yoke fem acc pl ἀσίλλᾱς , ἄσιλλα yoke fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσιλλαν — ἄσιλλα yoke fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασιλλοφόρος — ο αυτός που μεταφέρει κάτι έχοντας άσιλλα* στους ώμους του …   Dictionary of Greek

  • ασιλλοφορώ — ἀσιλλοφορῶ ( έω) (Α) χρησιμοποιώ άσιλλα* για τη μεταφορά φορτίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”