- ὄσφρα
ὄσφρα, ἡ, = ὀσμή, Achill. Tat. 2, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄσφρα, ἡ, = ὀσμή, Achill. Tat. 2, 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όσφρα — ὄσφρα, ἡ (ΑΜ) οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ὀσφραίνομαι*] … Dictionary of Greek
οσφράδιο — το (Μ ὀσφράδιον) [όσφρα] κάθε ουσία που επενεργεί δραστικά στο νευρικό σύστημα και διεγείρει με την έντονη οσμή της, όπως ο αιθέρας, η αμμωνία κ.ά. νεοελλ. ζωολ. μικρό χημειοαισθητήριο όργανο τού μανδύα τών υδρόβιων μαλακίων το οποίο ελέγχει το… … Dictionary of Greek