- ὄσυρις
ὄσυρις, ἡ, eine Pflanze, wahrscheinlich = χηνοπόδιον, welches die Neugriechen ἄξυρις nennen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄσυρις, ἡ, eine Pflanze, wahrscheinlich = χηνοπόδιον, welches die Neugriechen ἄξυρις nennen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όσυρις — (osyris). Φυτό της οικογένειας των σανσαλιδών. Πρόκειται για φρύγανο, με ύψος από 30 εκ. έως 1 μ., αειθαλές, πράσινο, λείο και πολύκλαδο, με νηματοειδείς διακλαδώσεις, ραβδωτές, όρθιες και γωνιώδεις. Έχει φύλλα σκληρά, δερματώδη, γραμμοειδή,… … Dictionary of Greek
πλευριτόξυλο — το, Ν 1. το γνωστό με τη λόγια ονομασία όσυρις η λευκή φυτό 2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία ίασμος ο θαμνώδης φυτό … Dictionary of Greek