ὄρχος

ὄρχος

ὄρχος, ὁ (εἴργω, ἕρκος), ein Gehege, ein umzäunter Raum, der bepflanzt ist, Garten, Weingarten; Od. 7, 127. 24, 341; Hes. Sc. 296; ἀμπελίδος, Ar. Ach. 959; Xen. oec. 20, 3 u. Sp., wie Theophr. Nach Anderen mit ἄρχω (vgl. ὄρχαμος) od. mit ὀρϑός zusammenhangend u. eigtl. eine Reihe bedeutend. – Nach den Gramm. auch Grube, Gruft, nach Schol. Theocr. 1, 48 bes. zur Pflanzung eines Absenkers, für ὄρυχος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορχός — ὀρχός, ὁ (Α) το άκρο τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος, με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ὄρχος — a row of vines masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • όρχος — ο 1. σειρά κλημάτων ή οπωροφόρων δέντρων. 2. στρατιωτικός σχηματισμός σε πολεμική περίοδο για τον ανεφοδιασμό, τη συντήρηση και επισκευή υλικού του στρατού: Όρχος πυροβολικού, μηχανικού κτλ. 3. σύνολο στρατιωτικών οχημάτων ή και ο τόπος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὄρχοι — ὄρχος a row of vines masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχοις — ὄρχος a row of vines masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχον — ὄρχος a row of vines masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχους — ὄρχος a row of vines masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχων — ὄρχος a row of vines masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχως — ὄρχος a row of vines masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρχατος — ὄρχατος, ὁ (Α) 1. σειρά σύστοιχων αντικειμένων, κυρίως δένδρων 2. (με περιλπτ. σημ.) κήπος, περιβόλι («ἔκτοσθεν δ αὐλῆς μέγας ὄρχατος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. ατος (πρβλ. νέ ατος). Στη λ. ὄρχατος μπορεί πιθ. να αποδοθεί μια σημ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”