ὄρχαμος

ὄρχαμος

ὄρχαμος (verwandt mit ἄρχομαι, od. von ἔρχομαι?), der Vorangehende, der Erste, gew. ὄρχ. ἀνδρῶν u. ὄρχαμος λαῶν, von den Heerführern, oft in der Il., aber auch der Sauhirt Eumaios heißt ὄρχαμος ἀνδρῶν, Od. oft, wie der Rinderhirt Philoitios, 20, 185. – Der Anführer, στρατοῦ, Aesch. Pers. 127; einzeln bei Sp. auch = κορυφαῖος, der Chorführer.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όρχαμος — ὄρχαμος, ὁ (Α) πρώτος στη σειρά, αρχηγός («καὶ πεδοστιβὴς λεὼς σμῆνος ὡς ἐκλέλοιπεν μελισσᾱν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τα: ἄρχω, ἀρχός «αρχηγός» και εμφανίζει κατάλ. μος… …   Dictionary of Greek

  • ὄρχαμος — leader masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχάμου — ὄρχαμος leader masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχάμῳ — ὄρχαμος leader masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχαμε — ὄρχαμος leader masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχαμοι — ὄρχαμος leader masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχαμον — ὄρχαμος leader masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОРХАМ —    • Orchămus,           Όρχαμος, царь ахеменийцев, муж Евриномы и отец прекрасной Левкофои, любимой Аполлоном. Отец приказал ее за эту любовь живою закопать в землю, но Аполлон превратил ее в благовонный кустарник. Ov. met. 4, 208 слл …   Реальный словарь классических древностей

  • άρχω — (AM ἄρχω) 1. κυβερνώ, εξουσιάζω 2. παθ. ( ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, είμαι υπήκοος νεοελλ. φρ. «άρχεται η συνεδρίαση» αρχίζει η συνεδρίαση αρχ. (μέσ., ομαι) 1. βρίσκομαι στην αρχή 2. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι 3. (το αρσ. της μετοχής του ενεστ …   Dictionary of Greek

  • ὄρχαμ' — ὄρχαμε , ὄρχαμος leader masc voc sg ὄρχαμαι , ὀρχάμη an uncultivated copse fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”