ὄρφος

ὄρφος

ὄρφος, , att. ὀρφώς, ein Meerfisch; Ar. Vesp. 493; Arist. H. A. 5, 10. 8, 12; Ath. VII, 315, mit Beispielen aus Com. belegt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορφός — ο (ΑΜ ὀρφώς και ὀρφῶς και ὄρφος και ὀρφός) το ψάρι ροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρά τις δυσερμήνευτες μορφολογικές διαφορές, η λ. ὀρφός / ὀρφώς συνδέεται με τις λ. ὄρφνη «σκοτάδι», ὀρφνός «σκούρος», λόγω τού σκούρου φαιού χρώματος τού ψαριού αυτού. Ο τ. ὀρφ… …   Dictionary of Greek

  • ορφακίνης — ὀρφακίνης, ὁ (Α) μικρός σε ηλικία ορφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός + κατάλ. ίνης, μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *ὄρφαξ (πρβλ. δελφακ ίνης: δέλφαξ)] …   Dictionary of Greek

  • ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… …   Dictionary of Greek

  • ορφεύς — ὀρφεύς, έως, ὁ (Α) το ψάρι ορφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός με λογοπαίγνιο στο όν. τού Ορφέως] …   Dictionary of Greek

  • όρφιος — ὄρφιος, ία, ον (Α) [ορφός] 1. παρασκευασμένος από ορφό 2. το ουδ. ως ουσ. τo ὄρφιον μικρός ορφός …   Dictionary of Greek

  • orfo — (Del lat. orphus < gr. orphos.) ► sustantivo masculino ZOOLOGÍA Pez marino similar al besugo, de color rubio, ojos grandes y dientes aserrados. * * * orfo (del lat. «orphus», del gr. «órphos») m. *Pez parecido al besugo. * * * orfo. (Del lat.… …   Enciclopedia Universal

  • ορφίσκος — ὀρφίσκος, ὁ (Α) [ορφός] είδος θαλάσσιου ψαριού, η κίχλη …   Dictionary of Greek

  • ορφοβότης — ὀρφοβότης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) επίτροπος ορφανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀρφος (βλ. λ. ορφανός) + βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βότης] …   Dictionary of Greek

  • ροφός — (epinephehus guaza). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Ο ρ., που είναι κοινός στη Μεσόγειο, αλλά κάνει την εμφάνισή του και σε εκτεταμένες παράκτιες ζώνες των τριών ωκεανών, ζει κυρίως στις ανωμαλίες του… …   Dictionary of Greek

  • ροφός — ο το ψάρι ορφός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • orfo — (Del lat. orphus, y este del gr. ὄρφος). m. Pescado semejante al besugo, de color rubio, ojos grandes y dientes como de sierra …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”