- ἁλί-ζωος
ἁλί-ζωος, im Meer lebend, λαρίδες Leon. T. 82 (VII, 654); bei Ath. VII, 321 f Fischer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-ζωος, im Meer lebend, λαρίδες Leon. T. 82 (VII, 654); bei Ath. VII, 321 f Fischer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλίζωος — ἁλίζωος, ον (AM) 1. αυτός που ζει πάνω ή μέσα στη θάλασσα 2. αυτός που αποζεί από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ζωος (< ζωή)] … Dictionary of Greek