- ἁλί-ζωνος
ἁλί-ζωνος, meerumgürtet, Κόρινϑος Ant. Sid. 83 (VII, 218); Nonn. D. 37, 152; ἰσϑμός 48, 199.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-ζωνος, meerumgürtet, Κόρινϑος Ant. Sid. 83 (VII, 218); Nonn. D. 37, 152; ἰσϑμός 48, 199.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλίζωνος — ἁλίζωνος, ον (Μ) αυτός που περιζώνεται, που περιβρέχεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ζωνος < ζώνη] … Dictionary of Greek