ἁλί-κτυπος

ἁλί-κτυπος

ἁλί-κτυπος, meerumrauscht, νῆες Soph. Ant. 943; λέπας Ep. ad. 128 (VI, 23); im Meere rauschend, κῦμα Eur. Hipp. 754; ἀήτης Anacr. 48, 8. Aber Eur. Or. 373, wo es für Schiffer stehen sollte, ist ἁλιτύπος richtigere Lesart.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόκτυπος — θεόκτυπος, ον (Μ) αυτός που γίνεται με κτύπους τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. αλί κτυπος βαρύ κτυπος] …   Dictionary of Greek

  • κατάκτυπος — κατάκτυπος, ον (Μ) αυτός που κάνει δυνατό θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. αλί κτυπος, αμφί κτυπος] …   Dictionary of Greek

  • αλίκτυπος — ἁλίκτυπος, ον (Α) αυτός που χτυπιέται από τα κύματα τής θάλασσας, θαλασσόδαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + κτυπος < κτύπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”