- ἁλί-κροτος
ἁλί-κροτος, meerumrauscht, em. für ἁλίκτορος, Alcae.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-κροτος, meerumrauscht, em. für ἁλίκτορος, Alcae.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλίβρομος — ἁλίβρομος, ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά σαν τη θάλασσα, βροντόφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + βρόμος «ισχυρός κρότος»] … Dictionary of Greek