- ἁλί-βρεκτος
ἁλί-βρεκτος, meerbenetzt, πέτρου πρόπους Pers. 8 (VII, 501); öfter Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-βρεκτος, meerbenetzt, πέτρου πρόπους Pers. 8 (VII, 501); öfter Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλίβρεκτος — ον (Α ἁλίβρεκτος) ο βρεχόμενος από θάλασσα, θαλασσόβρεχτος, αλίβροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + βρεκτὸς < βρέχω] … Dictionary of Greek