- ἁλί-βρωτος
ἁλί-βρωτος, dasselbe, στόρϑυγξ Lycophr. 760.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-βρωτος, dasselbe, στόρϑυγξ Lycophr. 760.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριόβρωτος — θηριόβρωτος, ον (Α) κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος από άγρια θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + βρωτος (< βι βρώ σκω), πρβλ. αλί βρωτος, εύ βρωτος] … Dictionary of Greek
αλιβρώς — ἁλιβρώς, ῶτος (ο, η) και ἁλίβρωτος, ον (Α) αυτός που τρώγεται, φθείρεται από τη θάλασσα («ἁλίβρωτοι πέτραι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο με διπλό, παράλληλο σχηματισμό, αθέματο (τριτόκλιτο: ἁλιβρώς) και θεματικό (δευτερόκλιτο: ἁλίβρωτος πρβλ. και ἀγνώς… … Dictionary of Greek