- περι-δαρδάπτω
περι-δαρδάπτω, verzehren, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-δαρδάπτω, verzehren, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιδαρδάπτειν — περί δαρδάπτω devour pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδαρδάπτεσθαι — περί δαρδάπτω devour pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδαρδάπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) (ενεργ. και παθ.) «λαιμάργως, απλήστως καταβροχθίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δαρδάπτω «καταβροχθίζω»] … Dictionary of Greek