- περι-μελαίνω
περι-μελαίνω, rings umher schwärzen, Plut. de Is. et Os. 43, im pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-μελαίνω, rings umher schwärzen, Plut. de Is. et Os. 43, im pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιμελαινομένου — περί μελαίνω blacken pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμελαίνεται — περί μελαίνω blacken pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλαθρο(ν) — το (Α μέλαθρον και μέλεθρον) νεοελλ. μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον») αρχ. 1. η εσωτερική όψη τής στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ ἀμφοτέρων τῶν στύλων»,… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek