- περι-ακμάζω
περι-ακμάζω, sehr blühen, Clem. Al. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-ακμάζω, sehr blühen, Clem. Al. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιακμάζοντας — περϊακμάζοντας , περί ἀκμάζω to be in full bloom pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηκμακότων — περϊηκμακότων , περί ἀκμάζω to be in full bloom perf part act masc/neut gen pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισφριγώ — άω, Α είμαι ολόγυρα ή καθ υπερβολήν γεμάτος από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφριγῶ «είμαι γεμάτος σφρίγος, ακμάζω»] … Dictionary of Greek