ὁλκήεις

ὁλκήεις

ὁλκήεις, εσσα, εν, ziehend, wuchtend, gewichtig, Nic. Ther. 651. 907.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολκήεις — ὁλκήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έλκει την πλάστιγγα, δηλ. ο βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλκή + κατάλ. ήεις (πρβλ. οπλ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • ὁλκήεσσαν — ὁλκήεις drawing the scale fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”