ὁλκήϊον, τό, ion. = ὁλκεῖον, Ap. Rh. 1, 1313. 4, 1609 u. Schol. dazu.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολκήϊον — ὁλκήϊον, τὸ (Α) (επικ. τ.) βλ. ολκείον … Dictionary of Greek
ολκείον — ὁλκεῑον, δ. γρφ. ὁλκίον, επικ. τ. ὁλκήϊον, τὸ (Α) [ολκή] 1. το οπίσθιο μέρος τής πρύμνης τού πλοίου 2. μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια … Dictionary of Greek