- ἁλι-γενής
ἁλι-γενής, ές, meerentsprossen, Ἀφροδίτη bei Plut. Symp. 5, 10, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-γενής, ές, meerentsprossen, Ἀφροδίτη bei Plut. Symp. 5, 10, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλιγενής — ἁλιγενής, ὲς (Α) (κυρίως για την Αφροδίτη) αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα ή αναδύθηκε από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (ἅλς) + γενὴς (< γένος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek