- ἁλι-γείτων
ἁλι-γείτων, ονος, Meernachbar, H. Ep. 4, 6; ὅρμος Nonn. D. 42, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-γείτων, ονος, Meernachbar, H. Ep. 4, 6; ὅρμος Nonn. D. 42, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλιγείτων — ἁλιγείτων, ονος (Α) γειτονικός προς τη θάλασσα, παραθαλάσσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + γείτων νος] … Dictionary of Greek