- ἁλι-φθόρος
ἁλι-φθόρος, im Meere vernichtend, Seeräuber, neben ληϊσταί Leon. Tar. 82 (VII, 654).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-φθόρος, im Meere vernichtend, Seeräuber, neben ληϊσταί Leon. Tar. 82 (VII, 654).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλιφθόρος — ἁλιφθόρος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει στη θάλασσα, πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + φθόρος < φθείρω. ΠΑΡ. αρχ. ἁλιφθορία] … Dictionary of Greek