ἁλκυονίς

ἁλκυονίς

ἁλκυονίς, ίδος, ἡ, das Junge des Eisvogels, Ap. Rh. 1, 1085.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁλκυονίς — ἀλκυονίς , ἀλκυονίς winter days during which the halcyon builds fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκυονίς — ἀλκυονίς ( ίδος), η (Α) [ἀλκυών] 1. η αλκυόνα* 2. βλ. αλκυονίδες …   Dictionary of Greek

  • ἀλκυονίς — winter days during which the halcyon builds fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυονίδα — ἀλκυονίς winter days during which the halcyon builds fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυονίδος — ἀλκυονίς winter days during which the halcyon builds fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκυόνα — και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, όνος) κάθε πουλί τής οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το πουλί που είναι γνωστό στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία ψαροφάγος) αρχ. μυθικό πτηνό που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι …   Dictionary of Greek

  • αλκυονίδες — (alcedinidae). Οικογένεια πουλιών της τάξης των κορακομόρφων. Είναι πουλιά μέτριου μεγέθους, με κοντό λαιμό, μεγάλο κεφάλι και μακρύ, ίσιο ράμφος. Τα φτερά τους έχουν ζωηρά χρώματα με μεταλλικές ανταύγειες. Το μήκος τους κυμαίνεται από 12 έως 42… …   Dictionary of Greek

  • αλκυών ή αλκηδών — Πουλί της τάξης των κορακομόρφων της οικογένειας των αλκυονιδών ή αλκηδονιδών. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη εμφανίζεται με δυο ποικιλίες, την α. την ατθίδα και την α. τη δασεία. Η δεύτερη ζει και στην Ελλάδα και είναι γνωστή με τα κοινά… …   Dictionary of Greek

  • ἀλκυονίδας — ἀλκυονίδες winter days during which the halcyon builds fem acc pl ἀλκυονίς winter days during which the halcyon builds fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυονίδες — winter days during which the halcyon builds fem nom/voc pl ἀλκυονίς winter days during which the halcyon builds fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκυονίδων — ἀλκυονίδες winter days during which the halcyon builds fem gen pl ἀλκυονίς winter days during which the halcyon builds fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”