- ὁμ-έψιος
ὁμ-έψιος, zusammenspielend, Gespiele; Nonn. D. 10, 193; τινί, Plat. ep. 15 (IX, 826).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμ-έψιος, zusammenspielend, Gespiele; Nonn. D. 10, 193; τινί, Plat. ep. 15 (IX, 826).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομέψιος — ὁμέψιος, ον (Α) αυτός που παίζει μαζί με άλλον, συμπαίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + έψιος (< ἑψία «παιχνίδι»), πρβλ. φιλ έψιος] … Dictionary of Greek
φιλέψιος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά τα παιχνίδια, τις διασκεδάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐψιος (< ἑψία [II] «είδος παιχνιδιού με ψηφίδες»)] … Dictionary of Greek