- ἁμέτερος
ἁμέτερος, dor. = ἡμέτερος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμέτερος, dor. = ἡμέτερος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμέτερος — ἁ̱μέτερος , ἡμέτερος our masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημέτερος — έρα, ο (AM ἡμέτερος, έρα, ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, έρα, ον, αιολ. τ. άμμέτερος, έρα, ον) (κτητ. αντων.) 1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (και για έναν κτήτορα αντί τού ενός) ο… … Dictionary of Greek