ὁμο-μήτριος

ὁμο-μήτριος

ὁμο-μήτριος, von derselben Mutter, leibliche Geschwister; ἀδελφός, Her. 6, 38; ἀδελφὴ ὁμομητρία, Ar. Ach. 755; Plat. Prot. 314 e u. öfter; Xen. An. 3, 1, 17; Is. 7, 5; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… …   Dictionary of Greek

  • ετερομήτριος — α, ο (ΑΜ ἑτερομήτριος, ον) (για αδέλφια) ετεροθαλής, από τον ίδιο πατέρα αλλά από άλλη μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μήτριος (< μήτρα), πρβλ. ομο μήτριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”