- ὁμοίϊος
ὁμοίϊος, ον, ep. = ὅμοιος, w. m. s. [Bei langer Endsylbe wird des Verses wegen die vorletzte Sylbe lang, z. B. ὁμοιΐου, vgl. Spitzner vers. her. p. 33.]
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοίϊος, ον, ep. = ὅμοιος, w. m. s. [Bei langer Endsylbe wird des Verses wegen die vorletzte Sylbe lang, z. B. ὁμοιΐου, vgl. Spitzner vers. her. p. 33.]
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοίιος — ὁμοίϊος , ὅμοιος like masc nom sg (epic) ὁμοίϊος , ὅμοιος like masc/fem nom sg (epic) ὁμοίϊος , ὁμοίιος distressing masc nom sg ὁμοίϊος , ὁμοίιος distressing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοίιος — (I) ὁμοίιος, ον (Α) (για τα γηρατειά, τον πόλεμο και τον θάνατο) κακός, ολέθριος ή αυτός που είναι κοινός για όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Η λ. σήμαινε αρχικώς «αυτός που είναι κοινός, όμοιος για όλους» και αποτελεί επικ.… … Dictionary of Greek
ὁμοίιον — ὁμοίϊον , ὅμοιος like masc acc sg (epic) ὁμοίϊον , ὅμοιος like neut nom/voc/acc sg (epic) ὁμοίϊον , ὅμοιος like masc/fem acc sg (epic) ὁμοίϊον , ὅμοιος like neut nom/voc/acc sg (epic) ὁμοίϊον , ὁμοίιος distressing masc acc sg ὁμοίϊον , ὁμοίιος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιίου — ὁμοιΐου , ὅμοιος like masc/neut gen sg (epic) ὁμοιΐου , ὅμοιος like masc/fem/neut gen sg (epic) ὁμοιΐου , ὁμοίιος distressing masc/neut gen sg ὁμοιΐου , ὁμοίιος distressing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοίια — ὁμοίϊα , ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl (epic) ὁμοίϊα , ὅμοιος like neut nom/voc/acc pl (epic) ὁμοίϊα , ὁμοίιος distressing neut nom/voc/acc pl ὁμοίϊα , ὁμοίιος distressing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοίιοι — ὁμοίϊοι , ὅμοιος like masc nom/voc pl (epic) ὁμοίϊοι , ὅμοιος like masc/fem nom/voc pl (epic) ὁμοίϊοι , ὁμοίιος distressing masc nom/voc pl ὁμοίϊοι , ὁμοίιος distressing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόημα — το (ΑΜ νόημα, Α ιων. συνηρ. τ. νῶμα) [νοώ] 1. ό,τι σκέπτεται κάποιος, ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το νοούμενο, ο στοχασμός 2. σκοπός, λόγος, πρόθεση, σχέδιο («δεν μπόρεσε κανείς να καταλάβει το νόημα τής επίσκεψής του») 3. η κεντρική ιδέα, η… … Dictionary of Greek
ολοός — (I) ὀλοός και ὀλοιός και ὀλος, ή, όν και οὐλοός και ὀλώϊος και ὀλοίϊος, ον (Α) 1. θανατηφόρος, ολέθριος, καταστρεπτικός («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, χαμένος («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας» … Dictionary of Greek
όμοιος — α, ο (ΑΜ ὅμοιος, οία, ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, α, ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, α, ον) 1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα… … Dictionary of Greek
omǝ- — omǝ English meaning: to proceed with energy; to make firm; to suffer Deutsche Übersetzung: “energisch vorgehen”; out of it “fest worauf bestehen, festmachen = eidlich bekräftigen” and “zusetzen, quälen, schädigen” Material: O.Ind … Proto-Indo-European etymological dictionary