- ὁμ-ηλυσία
ὁμ-ηλυσία, ἡ, das Zusammengehen, Begleitung auf dem Wege, Arat. Phaen. 178, vgl. Schol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμ-ηλυσία, ἡ, das Zusammengehen, Begleitung auf dem Wege, Arat. Phaen. 178, vgl. Schol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἠλυσία — Ἠλυσίᾱ , Ἠλύσιος fem nom/voc/acc dual Ἠλυσίᾱ , Ἠλύσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλυσία — ἠλυσίᾱ , ἠλυσίη fem nom/voc/acc dual ἠλυσίᾱ , ἠλυσίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλύσια — the Elysian neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηλύσια — (πεδία), τα 1. χώρα με αιώνια άνοιξη όπου, σύμφωνα με την αρχαία μυθολογία, πήγαιναν οι ψυχές των δίκαιων ανθρώπων. 2. παράδεισος, ωραίος και απολαυστικός χώρος: Η ψυχή αυτού του ήρωα αναπαύεται στα Ηλύσια πεδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἠλύσια — Ἠλύσιον the Elysian neut nom/voc/acc pl Ἠλύσιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἠλύσι' — Ἠλύσια , Ἠλύσιον the Elysian neut nom/voc/acc pl Ἠλύσια , Ἠλύσιος neut nom/voc/acc pl Ἠλύσιε , Ἠλύσιος masc voc sg Ἠλύσιαι , Ἠλύσιος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλυσίοις — ἠλύσια the Elysian neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλύσιος — α, ο (AM ἠλύσιος, ία, ον) (συν. το ουδ. στη φρ.) «Ηλύσιον πεδίον» ή «Ηλύσια πεδία» τόπος όπου διέμεναν μετά θάνατον οι ψυχές τών ηρώων νεοελλ. 1. (για τόπο) ωραίος και απολαυστικός 2. (το ουδ. πληθ.) τα Ηλύσια ο παράδεισος αρχ. αυτός που ανήκει ή … Dictionary of Greek
κατηλυσία — κατηλυσία, ιων. τ. κατηλυσίη, ἡ (Α) κατάβαση, κάθοδος, πτώση («κατηλυσίη τ ἄνοδος τε», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηλυσία (< ηλύτης < ηλυς, πρβλ. κάτ ηλυς + κατάλ. της), πρβλ. εισ ηλυσία, επ ηλυσία] … Dictionary of Greek
ήλυσις — ἤλυσις, ἡ (Α) οδός, πορεία («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῑσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί έλευσις από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ελυθ ) τού θ. ελευθ (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. τού ελεύθω «έρχομαι»). Η έκταση τού αρχ. φωνήεντος (η ) πιθ. να οφείλεται σε επίδραση… … Dictionary of Greek
ομηλυσία — ὁμηλυσία, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) συνοδεία κατά τη διάρκεια ταξιδιού, συντροφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηλυσία (< ηλύτης < ήλυς, πρβλ. όμ ηλυς + κατάλ. της), πρβλ. κατ ηλυσία] … Dictionary of Greek