ὁμο-δίαιτος

ὁμο-δίαιτος

ὁμο-δίαιτος, mit Andern auf einerlei Weise lebend, an demselben Tische essend; Luc. Demon. 5 Gall. 2; τῇ νόσῳ, abdic. 5; ὅσα ὁμοδίαιτα τοῖς πολλοῖς, histor. conscr. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευδίαιτος — εὐδίαιτος, ον (Α) αυτός που ζει με εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής») πρβλ. ομο δίαιτος, οικο δίαιτος, λιτο δίαιτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”