ὁμο-γνώμων

ὁμο-γνώμων

ὁμο-γνώμων, ον, gleichgesinnt, übereinstimmend; Thuc. 8, 92; ποιεῖν τινά τινι, zur Uebereinstimmung bewegen, Xen. Cyr. 5, 5, 46; τῇ τοῦ δήμου δωρεᾷ, Dem. 59, 2; τοῖς ταύτης τρόποις, ib. 110; Sp., wie Luc. Pisc. 5. – Adv., Lycurg. 97.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομοιογνώμων — ὁμοιογνώμων, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια γνώμη, σύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ομο γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • ταυτογνώμων — όγνωμον, Μ αυτός που έχει την ίδια ακριβώς γνώμη, ομόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ὁμο γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • υψηλογνώμων — όγνωμον, Α υψηλόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ὁμο γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • ολισθογνωμονώ — ὀλισθογνωμονῶ, έω (Α) σφάλλω στην κρίση μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλισθος + γνωμονῶ (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ομο γνωμονώ] …   Dictionary of Greek

  • ωρογνωμονώ — έω, Α δείχνω τις ώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + γνωμονῶ (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ὁμο γνωμονῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”