- ὁμο-κέλευθος
ὁμο-κέλευθος, von gleichem Wege, Geleiter, τὸν ὁμοκέλευϑον – ἀκόλουϑον ἐκαλέσαμεν, Plat. Crat. 405 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-κέλευθος, von gleichem Wege, Geleiter, τὸν ὁμοκέλευϑον – ἀκόλουϑον ἐκαλέσαμεν, Plat. Crat. 405 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυκέλευθος — ὀξυκέλευθος, ον (Α) αυτός που διασχίζει τους δρόμους γρήγορα, που τρέχει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κέλευθος «οδός» (πρβλ. ομο κέλευθος)] … Dictionary of Greek