- ὁμ-ηγερής
ὁμ-ηγερής, ές, zusammengeschaart, versammelt; Hom. ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο, sie hatten sich versammelt; ὁμηγερέεσσι δ' ἐπῆλϑεν ἀϑανάτοισι ϑεοῖσιν, Il. 15, 84; einzeln bei sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμ-ηγερής, ές, zusammengeschaart, versammelt; Hom. ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο, sie hatten sich versammelt; ὁμηγερέεσσι δ' ἐπῆλϑεν ἀϑανάτοισι ϑεοῖσιν, Il. 15, 84; einzeln bei sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεφεληγερής — νεφεληγερής, ὁ (Α) νεφεληγερέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + ηγερής (< ἀγείρω «συγκεντρώνω»), πρβλ. ομ ηγερής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
ομηγερής — ὁμηγερής και δωρ. τ. ὁμαγερής, ές (Α) (επικ. τ.) 1. συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ ἕατ εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ὁμηγερὴς γίγνομαι» συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηγερής (< θ. αγερ τού… … Dictionary of Greek