- ὁμοιό-κρῑθος
ὁμοιό-κρῑθος, der Gerste ähnlich, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοιό-κρῑθος, der Gerste ähnlich, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκριθος — ον, Α (για τόπο) αυτός που έχει πολύ, άφθονο κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισό κριθος, ομοιό κριθος] … Dictionary of Greek