- ὁμοιό-γραφος
ὁμοιό-γραφος, ähnlich geschrieben, Eust. 1469, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοιό-γραφος, ähnlich geschrieben, Eust. 1469, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόγραφος — κακόγραφος, ον (AM) κακογραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γραφος*, πρβλ. αυτό γραφος, νεό γραφος, ομοιό γραφος (βλ. και κακογράφος)] … Dictionary of Greek
καλόγραφος — καλόγραφος, ον (Μ) ο γραμμένος καλλιγραφικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + γραφος (< γράφω), πρβλ. ιδιό γραφος, ομοιό γραφος] … Dictionary of Greek
παντογράφος — Όργανο κατάλληλο για τη γραφική αναπαραγωγή ενός σχεδίου σε διαστάσεις διαφορετικές από το πρωτότυπο. Η λειτουργία του π. βασίζεται στην ιδιότητα των όμοιων σχημάτων, τα οποία μηχανικά αναπαράγονται από ένα αρθρωτό παραλληλόγραμμο. Ο απλούστερος… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
ομόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁμόγραφος, ον) νεοελλ. φρ. «ομόγραφη σχέση» μαθ. η σχέση μεταξύ δύο μεταβλητών κατά την οποία σε καθεμιά τιμή τής μιας μεταβλητής αντιστοιχεί μία και μόνο μεταβλητή τής άλλης τιμής νεοελλ. μσν. αυτός που έχει γραφεί με όμοιο τρόπο με… … Dictionary of Greek