- ὁμοιό-φθογγος
ὁμοιό-φθογγος, ähnlich lautend, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοιό-φθογγος, ähnlich lautend, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αφομοίωση — Ο όρος α. σημαίνει γενικά το αποτέλεσμα του αφομοιώ και του αφομοιούμαι, δηλαδή το να γίνεται κάτι όμοιο με κάποιο άλλο. (Γλωσσολ.) Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος φθόγγος μιας λέξης εξομοιώνεται με τον γειτονικό του. Η αιτία του… … Dictionary of Greek
φώνημα — ήματος, το, ΝΑ φθόγγος νεοελλ. 1. γλωσσ. φθόγγος που έχει διαφοροποιητική αξία στο φωνολογικό σύστημα μιας γλώσσας, συνθέτοντας έτσι τη λειτουργική της πλευρά, όπως είναι οι φθόγγοι / p /, / f /, / t /, τών οποίων η παρουσία ή η απουσία σε… … Dictionary of Greek
ομοιόφθογγος — η, ο (Α ὁμοιόφθογγος, ον) αυτός που έχει όμοιο φθόγγο, που αποτελείται από όμοιους φθόγγους, που προφέρεται με τον ίδιο τρόπο σε σχέση με έναν άλλο, ομοιόφωνος. επίρρ... ομοιοφθόγγως (Α) με όμοιους φθόγγους, με όμοιο ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) *… … Dictionary of Greek
Δ, δ — Το τέταρτο γράμμα του ελληνικού και του λατινικού αλφαβήτου (στο οποίο όμως το σχήμα έγινε πιο στρογγυλό: D, d).Είναι ένα από τα λίγα γράμματα που κράτησαν τη θέση τους στο αλφάβητο από τότε που αυτό πρωτοεμφανίστηκε. Στη μορφή του και στην… … Dictionary of Greek
αφομοίωση — η 1. το να γίνεται κάτι όμοιο με άλλο: Η αφομοίωση των νεοφερμένων απ τους παλιούς κατοίκους συντελέστηκε με τον καιρό. 2. (βιολ.), η λειτουργία με την οποία οι θρεπτικές ουσίες μετασχηματίζονται από τα κύτταρα και γίνονται όμοιες με τα συστατικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)