- ὁδοι-δόκος
ὁδοι-δόκος, ὁ, der Wegeauflauerer, Räuber; Pol. 13, 8, 2; Ath. V, 214 b; vgl. Lob. Phryn. 647.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁδοι-δόκος, ὁ, der Wegeauflauerer, Räuber; Pol. 13, 8, 2; Ath. V, 214 b; vgl. Lob. Phryn. 647.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
οδοιδόκος — ὁδοιδόκος, ὁ (Α) (συν. για ληστές) αυτός που παραμονεύει, που καραδοκεί στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο α συνθετικό… … Dictionary of Greek
οιμηδοκώ — οἰμηδοκῶ, έω (Μ) ενεδρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶμος «δρόμος» + δοκῶ (< δόκος < δέχομαι), πρβλ. καρα δοκώ, οδοι δοκώ] … Dictionary of Greek