- ἁμαξαῖος
ἁμαξαῖος, = ἁμαξιαῖος, Nonn. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμαξαῖος, = ἁμαξιαῖος, Nonn. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμαξαίης — ἁμαξαῖος of fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξαίοιο — ἁμαξαῖος of masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξαίῳ — ἁμαξαῖος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξαία — ἁμαξαίᾱ , ἁμαξαῖος of fem nom/voc/acc dual ἁμαξαίᾱ , ἁμαξαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαξιαίος — ἁμαξιαῖος και ξαῖος, α, ον (Α) 1. αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν άμαξα 2. φρ. «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. ιαῖος, ο δε τ. ἁμαξαῖος < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. αῖος] … Dictionary of Greek
ἁμαξαίαν — ἁμαξαίᾱν , ἁμαξαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)