- ἁμαξίτης
ἁμαξίτης, ὁ, zum Wagen gehörig, φόρτος Antiphil. 27 (IX, 306).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμαξίτης, ὁ, zum Wagen gehörig, φόρτος Antiphil. 27 (IX, 306).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμαξίτης — ἁμαξίτης, ο (Α) τής άμαξας, για άμαξα «ἁμαξίτης φόρτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek
ἁμαξιτέων — ἁμαξῑτέων , ἁμαξίτης of masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιτῶν — ἁμαξῑτῶν , ἁμαξίτης of masc gen pl ἁμαξιτός ibo masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)