- ἁμαξο-πληθής
ἁμαξο-πληθής, ές, groß genug, einen Wagen zu füllen, Eur. Phoen. 1158 λᾶας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμαξο-πληθής, ές, groß genug, einen Wagen zu füllen, Eur. Phoen. 1158 λᾶας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκοπληθής — ές, Α (ποιητ. τ.) οπλισμένος με χάλκινες πανοπλίες («χαλκοπληθῆ Δαναΐδῶν ὁρμᾶν στρατόν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. ἁμαξο πληθής, θυμο πληθής] … Dictionary of Greek