- ἁμαξο-πηγία
ἁμαξο-πηγία, ἡ, Stellmacherei, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁμαξο-πηγία, ἡ, Stellmacherei, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλιμακοπηγία — η 1. η κατασκευή κλίμακας, σκάλας 2. το δικαίωμα τής στερέωσης κλίμακας σε ξένη ιδιοκτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + πηγία (< πηγός < πήγνυμι «κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο πηγία, ναυ πηγία] … Dictionary of Greek