ὁμαδεύω

ὁμαδεύω

ὁμαδεύω, versammeln, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομαδεύω — ὁμαδεύω (Α) [όμαδος] (κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδ.) αθροίζω, σωρεύω …   Dictionary of Greek

  • ὁμαδευθῆναι — ὁμαδεύω collect aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαδεύειν — ὁμαδεύω collect pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡμάδευσεν — ὁμαδεύω collect aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • όμαδος — ὅμαδος, ὁ (Α) 1. θόρυβος, βοή που προκαλείται από μεγάλο πλήθος ανθρώπων οι οποίοι έχουν συγκεντρωθεί σε έναν χώρο και μιλούν όλοι μαζί, σε αντιδιαστολή με τον ήχο που παράγεται από το βάδισμα ατόμων, οχλαγωγία 2. εύθυμο άσμα που ψάλλεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”