αμαξιαίος — ἁμαξιαῖος και ξαῖος, α, ον (Α) 1. αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν άμαξα 2. φρ. «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. ιαῖος, ο δε τ. ἁμαξαῖος < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. αῖος] … Dictionary of Greek
ἁμαξιαῖος — large enough to load a wagon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιαῖον — ἁμαξιαῖος large enough to load a wagon masc acc sg ἁμαξιαῖος large enough to load a wagon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιαῖα — ἁμαξιαῖος large enough to load a wagon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιαῖοι — ἁμαξιαῖος large enough to load a wagon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιαίων — ἁμαξιαί̱ων , ἁμαξιαῖος large enough to load a wagon fem gen pl ἁμαξιαί̱ων , ἁμαξιαῖος large enough to load a wagon masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek
ἁμαξιαίοις — ἁμαξιαί̱οις , ἁμαξιαῖος large enough to load a wagon masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαξιαίους — ἁμαξιαί̱ους , ἁμαξιαῖος large enough to load a wagon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)