ἁμαρτῇ

ἁμαρτῇ

ἁμαρτῇ (ἅμα, ἄρω, vgl. ὁμαρτέω), zusammen, zugleich, von gleichzeitigen Handlungen, Hom. viermal, Il. 5, 656. 18, 571. 21, 162 Od. 22, 81. Aristarch las ἁμαρτή, s. Herodian. Scholl. Iliad. 5, 656. 21, 162.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμαρτή — ἁμαρτῇ και ἁμαρτῆ ή ἁμαρτῆ επίρρ. (Α) τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης τού επιθ. *ἅμαρτος με επιρρηματική χρήση. Με το επίθ. *ἅμαρτος συνδέεται επίσης και ο ρηματ. τ. ἀμαρτῶ. Η λ. άμαρτος θεωρείται σύνθετη… …   Dictionary of Greek

  • ἁμαρτῆ — together indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτή — ἁμαρτῆ together epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτῇ — ἁμαρτέω attend pres subj mp 2nd sg ἁμαρτέω attend pres ind mp 2nd sg ἁμαρτέω attend pres subj act 3rd sg ἁμαρτῆ together indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμάρτη — ἁ̱μάρτη , ἁμαρτέω attend imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁμαρτέω attend pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἁμαρτέω attend imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμάρτῃ — ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj mp 2nd sg ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτῆι — ἁμαρτῇ , ἁμαρτέω attend pres subj mp 2nd sg ἁμαρτῇ , ἁμαρτέω attend pres ind mp 2nd sg ἁμαρτῇ , ἁμαρτέω attend pres subj act 3rd sg ἁμαρτῇ , ἁμαρτῆ together indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμάρτηι — ἁμάρτῃ , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj mp 2nd sg ἁμάρτῃ , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ομάριος — Ὁμάριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. τού Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων τής Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτήδην — ἁμαρτήδην επίρρ. (Μ) αμαρτή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτῇ + παραγ. κατάλ. επίρρ. δην] …   Dictionary of Greek

  • ομαρτώ — ὁμαρτῶ, έω (Α) (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ ἄμφω», Ομ. Οδ.) 2. συνοδεύω, συμπορεύομαι, συμβαδίζω («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», Ομ. Ιλ.) 3. επιτίθεμαι μαζί με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῑς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”