ὁμαρτῆ

ὁμαρτῆ

ὁμαρτῆ od. ὁμαρτῇ, zugleich, zusammt, so las Herodian. bei Hom., wo jetzt die Aristarchische Lesart ἁμαρτῆ aufgenommen ist (s. oben); vgl. Eur. Hec. 839 Hipp. 1195.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομαρτή — ὁμαρτῇ και ὁμάρτηι και ὁμαρτή (ΑΜ) επίρρ. συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ομαρτώ] …   Dictionary of Greek

  • ὁμαρτῇ — ὁμαρτέω act together pres subj mp 2nd sg ὁμαρτέω act together pres ind mp 2nd sg ὁμαρτέω act together pres subj act 3rd sg ὁμαρτῇ indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαρτῆι — ὁμαρτῇ , ὁμαρτέω act together pres subj mp 2nd sg ὁμαρτῇ , ὁμαρτέω act together pres ind mp 2nd sg ὁμαρτῇ , ὁμαρτέω act together pres subj act 3rd sg ὁμαρτῇ , ὁμαρτῇ indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ομάριος — Ὁμάριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. τού Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων τής Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτή — ἁμαρτῇ και ἁμαρτῆ ή ἁμαρτῆ επίρρ. (Α) τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης τού επιθ. *ἅμαρτος με επιρρηματική χρήση. Με το επίθ. *ἅμαρτος συνδέεται επίσης και ο ρηματ. τ. ἀμαρτῶ. Η λ. άμαρτος θεωρείται σύνθετη… …   Dictionary of Greek

  • ομαρτήδην — ὁμαρτήδην και ὁμαρτήτην (Α) (επικ. τ.) επίρρ. συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαρτῆ + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. αμαρτή δην)] …   Dictionary of Greek

  • ομαρτώ — ὁμαρτῶ, έω (Α) (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ ἄμφω», Ομ. Οδ.) 2. συνοδεύω, συμπορεύομαι, συμβαδίζω («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», Ομ. Ιλ.) 3. επιτίθεμαι μαζί με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῑς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”