ἁγνευτήριον

ἁγνευτήριον

ἁγνευτήριον, τό, Reinigungsort, -mittel, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγνευτήριον — ἁγνευτήριον, το (Α) 1. τόπος εξαγνισμού 2. χώρος όπου φυλάσσονται ιερά σκεύη, σκευοφυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγνεύω + παραγωγική κατάληξη τήριον] …   Dictionary of Greek

  • ἁγνευτήριον — place of purification neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνευτήρια — ἁγνευτήριον place of purification neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνεύω — ἁγνεύω (AM) διατηρώ τον εαυτό μου αγνό, αμόλυντο, απέχω από κάτι αρχ. 1. θεωρώ κάτι αναπόσπαστο από την αγνότητα, τού δίνω θρησκευτική υπόσταση 2. απόλ. είμαι αγνός, καθαρός 3. εξαγνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεία, ἅγνευμα, ἁγνευτήριον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”