- ἁγνευτικός
ἁγνευτικός, keusch, ζῶα, im Ggstz der ἀφροδισιαστικά, Arist. H. A. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁγνευτικός, keusch, ζῶα, im Ggstz der ἀφροδισιαστικά, Arist. H. A. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγνευτικός — ἁγνευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που διατηρεί τον εαυτό του αγνό, καθαρό, σε αντίθεση με τον αφροδισιαστικό* 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καθαιρεί, που εξαγνίζει, ο καθαρτήριος: «ἁγνευτικαὶ ἡμέραι», ημέρες καθαρμού από τις αμαρτίες (σε πάπυρο) 3.… … Dictionary of Greek
ἁγνευτικά — ἁγνευτικός inclined to chastity neut nom/voc/acc pl ἁγνευτικά̱ , ἁγνευτικός inclined to chastity fem nom/voc/acc dual ἁγνευτικά̱ , ἁγνευτικός inclined to chastity fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνευτικῶν — ἁγνευτικός inclined to chastity fem gen pl ἁγνευτικός inclined to chastity masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνευτικοῖς — ἁγνευτικός inclined to chastity masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνευτικῆς — ἁγνευτικός inclined to chastity fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνεύω — ἁγνεύω (AM) διατηρώ τον εαυτό μου αγνό, αμόλυντο, απέχω από κάτι αρχ. 1. θεωρώ κάτι αναπόσπαστο από την αγνότητα, τού δίνω θρησκευτική υπόσταση 2. απόλ. είμαι αγνός, καθαρός 3. εξαγνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεία, ἅγνευμα, ἁγνευτήριον … Dictionary of Greek
ՍՐԲԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0759 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c ա. καθαρός purus, mundus ἀγνεύον, ἀγνευτικός, όν sanctitatem servans, purificatus եւն. Սուրբ. եւ Սրբազան. անարատ. ամբիծ. մաքուր. մաքրական. եւ Սրբարար. եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἁγνευτικάς — ἁγνευτικά̱ς , ἁγνευτικός inclined to chastity fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)