ὁμό-λεκτρος

ὁμό-λεκτρος

ὁμό-λεκτρος, von gemeinschaftlichem Bette, Gattinn, γυνή, Eur. Or. 507.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοινόλεκτρος — κοινόλεκτρος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κοινή κλίνη με κάποιον, ο σύντροφος τού κρεβατιού, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + λεκτρος (< λέκτρον), πρβλ. αινό λεκτρος, ομό λεκτρος] …   Dictionary of Greek

  • νεόλεκτρος — νεόλεκτρος, ον (Α) νεόγαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λεκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. αινό λεκτρος, ομό λεκτρος] …   Dictionary of Greek

  • σύλλεκτρος — ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑ σύνευνος, σύζυγος αρχ. φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος» α) προσωνυμία τού Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι τής Αλκμήνης και τού Διός β) προσωνυμία τού Ιξίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεκτρος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”